ισοτιμία

ισοτιμία
Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως το 1973, οι ι. καθορίζονται πλέον από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης των νομισμάτων. Η ζήτηση ενός νομίσματος στην αγορά συναλλάγματος καθορίζεται από τις ανάγκες για την εκτέλεση εμπορικών συναλλαγών, μεταφοράς κεφαλαίων αλλά και κερδοσκοπίας, που προκύπτει από την εκτίμηση για μεταβολή της ι. με άλλα νομίσματα. Βέβαια, οι περισσότερες χώρες ακολούθησαν διάφορες συναλλαγματικές πολιτικές προσπαθώντας να ελέγξουν αυτές τις δυνάμεις (με τον καθορισμό των επιτοκίων, τη δημιουργία νέου χρήματος, τους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων κλπ.), προκειμένου να διασφαλίσουν νομισματική σταθερότητα καθώς και τους όρους διεθνούς εμπορίου και ανταγωνιστικότητας. Οι πιο ισχυρές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ακολούθησαν το καθεστώς της ελεύθερης διακύμανσης (free-float, όπου η ι. καθορίζεται αποκλειστικά από τις δυνάμεις της αγοράς), ενώ άλλες προτίμησαν την ελεγχόμενη διολίσθηση (crawling peg, σταδιακή υποτίμηση σε σχέση με τα νομίσματα των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της χώρας, που παρακολουθεί τη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της χώρας αυτής και των εταίρων της), τη σταθερή ι. (fixed rate, όπου το νόμισμα της χώρας συνδέεται με το νόμισμα μίας άλλης –συνήθως ισχυρότερης και σταθερότερης– και οι νομισματικές αρχές παρεμβαίνουν στην αγορά με σκοπό τη διόρθωση των δυνάμεων απόκλισης από την ορισμένη ι.), το νομισματικό συμβούλιο (currency board, όπου μία χώρα συνδέει το νόμισμά της με ένα άλλο, με απόλυτη νομική δέσμευση και δυνατότητα πλήρους μετατρεψιμότητας του εγχωρίου στο ξένο νόμισμα – όπως είχε κάνει η Αργεντινή με το δολάριο στη δεκαετία του 1990) κ.ά. Πριν από τη δημιουργία του ευρώ, οι χώρες της ΕΕ (παλαιότερα ΕΟΚ) είχαν δημιουργήσει με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία διάφορα συστήματα ελεγχόμενων ι., όπως το λεγόμενο φίδι στο τούνελ και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, προκειμένου να διασφαλίσουν τη σταθερότητα των όρων του μεταξύ τους εμπορίου. Συνήθως αναφέρονται δύο είδη ι. ή τιμών νομισμάτων: η spot, που αφορά την άμεση εκτέλεση της πράξης, και οι forward ή προθεσμιακές για πράξεις που θα γίνουν μετά από κάποιο διάστημα, συνήθως από έναν έως δώδεκα μήνες.
* * *
η (ΑΜ ἰσοτιμία) [ισότιμος]
ισότητα τιμών, ισότητα προνομίων ή αξιωμάτων
νεοελλ.
1. η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων («ισοτιμία ανδρών και γυναικών»)
2. η ισότητα τής ονομαστικής και τής αγοραστικής αξίας χαρτονομίσματος, συναλλάγματος ή χρηματιστηριακού τίτλου
3. η αντιστοιχία ή ανταλλακτική σχέση μεταξύ τών νομισμάτων τών διαφόρων χωρών που καθιστά την αγοραστική δύναμη τών νομισμάτων αυτών ουσιαστικά ίση
4. η ισότητα, η ίση αξία μεταξύ τίτλων σπουδών κ.ά. επίσημων εγγράφων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοτιμία — ἰσοτῑμίᾱ , ἰσοτιμία equality of privilege fem nom/voc/acc dual ἰσοτῑμίᾱ , ἰσοτιμία equality of privilege fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοτιμίᾳ — ἰσοτῑμίαι , ἰσοτιμία equality of privilege fem nom/voc pl ἰσοτῑμίᾱͅ , ἰσοτιμία equality of privilege fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοτιμία — η 1. ισότητα προνομίων και τιμών. 2. ισότητα ονομαστικής και πραγματικής αξίας χαρτονομίσματος: Ανταλλακτική ισοτιμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • στερλίνα — (sterling). Αγγλική νομισματική μονάδα. Για πολύ καιρό η σ. κατείχε στη διεθνή σκηνή προνομιούχα θέση, εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της Μ. Βρετανίας στο παγκόσμιο εμπόριο. Εκτός του ότι ήταν το κοινό νόμισμα για τις συναλλαγές… …   Dictionary of Greek

  • Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… …   Dictionary of Greek

  • συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… …   Dictionary of Greek

  • νομισματική ζώνη — Σύνολο των χωρών και περιοχών, στο χώρο των οποίων χρησιμοποιείται ελεύθερα για τις διεθνείς πληρωμές το ίδιο νόμισμα. Σήμερα σημαντικότερη ν. είναι η ζώνη του ευρώ (βλ. λήμμα ευρώ), όπου 12 από τις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μοιράζονται το… …   Dictionary of Greek

  • ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”